τζόγκινγκ

τζόγκινγκ
το, Ν
άκλ. (ξεν.) αργό τρέξιμο που αποτελεί μορφή άθλησης με σκοπό την ψυχαγωγία και τη διατήρηση καλής φυσικής κατάστασης το οποίο διαδόθηκε ιδίως μετά από τη δεκαετία τού 1960.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. jogging «αργό τρέξιμο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”